- θρυψίνη
- Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών, οι οποίες διασπούν την πρωτεΐνη σε ορισμένες θέσεις στο εσωτερικό της αλυσίδας της και όχι στα άκρα, ενώ κατατάσσεται στην υποομάδα των πρωτεασών σερίνης, οι οποίες φέρουν σερίνη και ιστιδίνη στο ενεργό τους κέντρο. Η θ. παρασκευάστηκε σε κρυσταλλική μορφή για πρώτη φορά το 1932. Κατέχει σημαντική θέση στο σύστημα των πεπτικών ενζύμων, γιατί έχει την ικανότητα να μετατρέπει σε ένζυμα όλα τα προένζυμα του παγκρέατος. Παρουσιάζει μεγάλη εξειδίκευση και υδρολύει εκλεκτικά τις πεπτιδικές αλυσίδες μετά από τα βασικά αμινοξέα αργινίνη και λυσίνη. Η θ. έχει αντιφλεγμονώδη και αντιοιδηματική δράση και χρησιμοποιείται στην ιατρική για την επιλεκτική αποικοδόμηση νεκρών ιστών, στη θεραπεία πληγών, εγκαυμάτων, θρομβώσεων κ.ά.
* * *η(βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο που παράγεται στο λεπτό έντερο από το θρυψινογόνο υπό την επίδραση τής εντεροκινάσης και είναι το κυριότερο ένζυμο για την πέψη τών πρωτεϊνών στο έντερο.
Dictionary of Greek. 2013.